- ξυλοκοπάνισμα
- τό1) выколачивание вальком (белья); 2) перен. избиение палкой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξυλοκοπάνισμα — το [ξυλοκοπανίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξυλοκοπανίζω, το χτύπημα με κόπανο τών ρούχων που πλένονται, προκειμένου να καθαρίσουν 2. ξυλοφόρτωμα, ξυλοκόπημα … Dictionary of Greek